Είμαι πιγκουίνος. Ένας από αυτούς που μαζευόμαστε πολλοί – πολλοί στα ακροδάχτυλα της γης και κάνουμε τρύπες στον πάγο για να βουτάμε σε αναζήτηση μεζέ. Το κρύο είναι για μένα ό,τι η μήτρα για το έμβρυο, τα πόδια μου είναι κοντά και παχουλά και ο τρόπος που κινούμαι ξέρω καλά ότι χαρίζει γέλιο σε κάποιους ανίδεους, αλλά δεν παραπονιέμαι.
Ζω στην Αθήνα. Εδώ γεννήθηκα. Όταν με έφεραν από τη Γη του Πυρός τρεις μουσάτοι ιδιότροποι επιστήμονες που μιλούσαν Γαλλικά, είχα τη μορφή κυττάρων πάνω σε διαφανές πλακάκι. Δημιουργήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε τέσσερις τοίχους στο γαλάζιο του πάγου, με το χρώμα να είναι απλά, μια ειρωνική σύμπτωση.
Οι τρεις μουσάτοι με βρήκανε καλόβολο και με τζόλεψαν για χρόνια. Περίεργοι τύποι, ο ένας από αυτούς είχε το σύνδρομο Τουρέτ στο φουλ και οι άλλοι τον ζήλευαν γι’ αυτό. Ό,τι συμπεράσματα έβγαλαν από ό,τι έψαχναν δεν πρέπει να τους ενθουσίασαν ιδιαίτερα, μιας και μια νύχτα με πέταξαν από το λευκό βανάκι τους, γωνία Σόλωνος και Μπενάκη.
Έκτοτε, ζω στα στενά των Εξαρχείων που βρωμάνε σαν το οισοφάγο της κόλασης, βγάζω με αδιαφορία από τα πόδια μου τα γυαλιά από τα σπασμένα μπουκάλια και τρέφομαι κυρίως με ψάρια που μου παρέχονται με την ευγενική χορηγία του ψαρά στην οδό Θεμιστοκλέους.
Είναι προφανές. Δεν ανήκω εδώ. Έρχομαι από την κούρμπα του πλανήτη. Τόσο νότια που με ένα λάθος βήμα, πέφτεις και έχεις τη γη από πάνω σου σαν ντισκομπάλα. Έρχομαι από τον πάτο της ιστορίας. Οι πρόγονοί μου άκουσαν τον Μαγκελάνο να ψελίζει “η Γη του Πυρός” μόλις αντίκρισε τις φωτιές των Yaghan. Γλώσσες φωτιάς πάνω σε γλώσσα γης. Γης κατοικημένης από ανθρώπους γυμνούς. Η αρχή του τέλους για τους Yaghan, που δεν άντεξαν στα Ευρωπαϊκά μικρόβια. Και στα ρούχα. Δεν άντεξαν στα ρούχα, και αποδεκατίστηκαν.
Ushuaia. Του κόσμου το τέλος. Ο νοτιότερος κατοικημένος τόπος. Ο άνθρωπος εκεί, επιτέλους δειλιάζει. Ό,τι ακολουθεί είναι μεγάλο, ασύλληπτα μεγαλύτερο από αυτόν. Μια σφοδρή απεραντοσύνη, μια παραλυτικής ομορφιάς παγωμένη έρημος.
Στοιβάγματα αιώνων σε μορφή νερού. Πάγοι σεβάσμιοι. Πάγοι sapiens. Δυνάμεις κοσμογονικές, συμπαντικές. Στον Κόλπο της Κοινοπολιτείας οι άνεμοι δεν το έχουν σε τίποτα να λυσσομανάνε με 240 χιλιόμετρα την ώρα. Στις Νότιες Νήσους Σάντουιτς ο Βρετανός Κυβερνητικός Αξιωματούχος κάνει ένα νεύμα σε ένδειξη “καλημέρας” στον Βοηθό ταχυδρομικού διευθυντή (!!!) εκφράζοντας ασυνείδητα την κόπωση που του φέρνει αυτός ο τελευταίος, αλλά και την ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή. Είναι οι μόνοι κάτοικοι του νησιού. Ίσως να εμφανιστεί σύντομα κάποια ομάδα υπερεξοπλισμένων επιστημόνων στη Νήσο του Πουλιού – αλλά ίσως πάλι κι όχι.
Τα γαλήνια πρωινά, στις καλυμμένες με πάγο κρηπίδες, εμφανίζεται η μάγισσα αδερφή του Βασιλιά Αρθούρου. Η Φάτα Μοργκάνα φτιάχνει κατακόρυφα αντεστραμμένα είδωλα, και αποκάμει τον νου των ήδη τρελών που έφτασαν ως εκεί, ενώ στην αφιλόξενη συστάδα νησιών της Νότιας Γεωργίας, ό,τι πλησιέστερο σε ανθρώπινη παρουσία είναι ο τάφος του Σερ Έρνεστ Σάκλετον, ενός από τους μεγαλύτερους εξερευνητές του 20ου αιώνα. Πενήντα χιλιόμετρα από τον προορισμό του, το τρικάταρτο πλοίο του παγιδεύτηκε. Το έλεγαν “Καρτερία”.
Στην πλατεία των Εξαρχείων τα πρεζόνια παίζουνε πινγκ-πονγκ. Σαραβαλιασμένοι παίχτες γύρω από σαραβαλιασμένο τραπέζι. Δεν ξέρω αν η εικόνα τους είναι πιο θλιβερή από τη δική μου, ένας πιγκουίνος στα Εξάρχεια. Το μόνο που ξέρω είναι ότι για όσο ονειρεύομαι, θα μείνω ζωντανός.