Κάπου στην 5η λεωφόρο και τους 37 δρόμους, επιβεβαίωσα οριστικά και αμετάκλητα, ότι ο ομφαλός της κοιλίας μου δεν συμπίπτει με αυτόν του κόσμου. Η κατά τη γνώμη μου σπουδαία οντότητά μου κονιορτοποιήθηκε υπό το βάρος της σκιάς των κτηρίων και με τη μορφή ασπριδερής αιωρούμενης πούδρας έγινε ένα με τους μυστηριώδεις καπνούς των νεοϋορκέζικων υπονόμων. Ο κύριος Τζούμας, που με συνοδεύει σε τούτο το ταξίδι, complete unknown σαν και εμένα, με βαραίνει με νόημα στο σακίδιό μου. Στον ελάχιστο χρόνο ανάμεσα σε δυο σκουντήματα από τους περαστικούς, το μόνο που προλαβαίνω να αναρωτηθώ είναι «πόση μα πόση δύναμη πρέπει να έχει κανείς για να μπορέσει να κρύψει τον ήλιο;»
Το λιθόκτιστο Ευρωπαϊκό μυαλό μου αντιλαμβάνεται έναν τόπο που σνομπάρει την ανάγκη του ιστορικού παρελθόντος. Οι δρόμοι είναι βολικά αριθμημένοι και όχι βαφτισμένοι κατά τον τάδε ή τον δείνα στρατηγό μιας κάποιας μεραρχίας. Οι - κατά μια σχετική έννοια - ντόπιοι δεν έχουν κοινούς πατέρες και δεν κουβαλάνε κανένα συμπλεγματικό βάρος για πολιτισμικές συνέχειες, γλωσσικές ακραίφνιες και εθνικά κολοκύθια με τη ρίγανη. Η μόλις προχθεσινή ιστορία λειτουργεί καθέτως, ξεκινάει από τις κοιλιές των υπερπληθυσμένων ατμόπλοιων, για να περάσει μέσα από το κόσκινο των λαών στο νησάκι ιδιοκτησίας κυρίου Σάμουελ Έλλις, και να καταλήξει στοιβαγμένη σε πολυκατοικίες όπως αυτή στον αριθμό 97 της οδού Orchard.
Αναγνωρίζω εικόνες και νιώθω μια εξοικείωση σαν άνθρωπος που μόλις βγήκε από την κλινική μετά από πολλά χρόνια σε κωματώδη κατάσταση. Η κύρια αίσθηση είναι ότι με ρούφηξαν στα πλάνα τους όλες μαζί οι ταινίες που έχω δει με φόντο ή πρωταγωνίστρια αυτή την πόλη. Κάπου στην άνω δυτική μπάντα ανησυχώ για το παιδικό βιβλιοπωλείο που διατηρώ και το οποίο τα βγάζει δύσκολα πέρα με τον ανταγωνισμό. Τα ξεχνάω όμως όλα στην ιδέα ότι μπορεί και να έχω μήνυμα στον υπολογιστή μου.
Μπαίνω να ξαποστάσω σε γαλλότροπα καφέ. Ο κατάλογος δεν χωράει φυσικά τα 210 διαθέσιμα είδη κέικ. Θα πρέπει να πλησιάσω τη βιτρίνα, να τα εξετάσω και να πω δισ ουάν πλιζ. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει μάθει να διαλέγει σε λίγα μόνο λεπτά. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει στηρίξει όλη του την υπόσταση στο να ξέρει τι θέλει όταν του προσφέρονται 210 διαφορετικές εκδοχές του ίδιου πράγματος. Παίρνω ένα τσάι.
Ο ενθουσιασμός μου θυμίζει αναβάτη ρόλερ κόστερ σε ανάποδο λουπ. Πιάνω τον εαυτό μου να αναφωνεί εκστασιασμένος «αχ, κοίτα ένας ποδηλάτης!», «ένα σχολείο πάει εκδρομή!», «ένας σκύλος! Δες τον πώς κατουράει!». Ότι σου μεταδίδει αυτή η πόλη είναι η χαρά της καθημερινής ζωής μέσα από την οδύσσεια αναζήτηση ενός προσωπικού στυλ. Πάντα πίστευα πως θα ερχόμουν εδώ και θα ένιωθα την άνεση και τη θαλπωρή που έχω όταν μπαίνω στο σπίτι και βάζω τις παντόφλες μου, ωστόσο μάλλον έμεινα με τα παπούτσια. Κοιτάζω ξανά και ξανά στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που τράβηξα και μου έρχεται να αλλάξω ντεσκτοπ.
Διαλέγω τη μορφή του πύργου πάνω από τις στέγες του Παρισιού.
Το λιθόκτιστο Ευρωπαϊκό μυαλό μου αντιλαμβάνεται έναν τόπο που σνομπάρει την ανάγκη του ιστορικού παρελθόντος. Οι δρόμοι είναι βολικά αριθμημένοι και όχι βαφτισμένοι κατά τον τάδε ή τον δείνα στρατηγό μιας κάποιας μεραρχίας. Οι - κατά μια σχετική έννοια - ντόπιοι δεν έχουν κοινούς πατέρες και δεν κουβαλάνε κανένα συμπλεγματικό βάρος για πολιτισμικές συνέχειες, γλωσσικές ακραίφνιες και εθνικά κολοκύθια με τη ρίγανη. Η μόλις προχθεσινή ιστορία λειτουργεί καθέτως, ξεκινάει από τις κοιλιές των υπερπληθυσμένων ατμόπλοιων, για να περάσει μέσα από το κόσκινο των λαών στο νησάκι ιδιοκτησίας κυρίου Σάμουελ Έλλις, και να καταλήξει στοιβαγμένη σε πολυκατοικίες όπως αυτή στον αριθμό 97 της οδού Orchard.
Αναγνωρίζω εικόνες και νιώθω μια εξοικείωση σαν άνθρωπος που μόλις βγήκε από την κλινική μετά από πολλά χρόνια σε κωματώδη κατάσταση. Η κύρια αίσθηση είναι ότι με ρούφηξαν στα πλάνα τους όλες μαζί οι ταινίες που έχω δει με φόντο ή πρωταγωνίστρια αυτή την πόλη. Κάπου στην άνω δυτική μπάντα ανησυχώ για το παιδικό βιβλιοπωλείο που διατηρώ και το οποίο τα βγάζει δύσκολα πέρα με τον ανταγωνισμό. Τα ξεχνάω όμως όλα στην ιδέα ότι μπορεί και να έχω μήνυμα στον υπολογιστή μου.
Μπαίνω να ξαποστάσω σε γαλλότροπα καφέ. Ο κατάλογος δεν χωράει φυσικά τα 210 διαθέσιμα είδη κέικ. Θα πρέπει να πλησιάσω τη βιτρίνα, να τα εξετάσω και να πω δισ ουάν πλιζ. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει μάθει να διαλέγει σε λίγα μόνο λεπτά. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει στηρίξει όλη του την υπόσταση στο να ξέρει τι θέλει όταν του προσφέρονται 210 διαφορετικές εκδοχές του ίδιου πράγματος. Παίρνω ένα τσάι.
Ο ενθουσιασμός μου θυμίζει αναβάτη ρόλερ κόστερ σε ανάποδο λουπ. Πιάνω τον εαυτό μου να αναφωνεί εκστασιασμένος «αχ, κοίτα ένας ποδηλάτης!», «ένα σχολείο πάει εκδρομή!», «ένας σκύλος! Δες τον πώς κατουράει!». Ότι σου μεταδίδει αυτή η πόλη είναι η χαρά της καθημερινής ζωής μέσα από την οδύσσεια αναζήτηση ενός προσωπικού στυλ. Πάντα πίστευα πως θα ερχόμουν εδώ και θα ένιωθα την άνεση και τη θαλπωρή που έχω όταν μπαίνω στο σπίτι και βάζω τις παντόφλες μου, ωστόσο μάλλον έμεινα με τα παπούτσια. Κοιτάζω ξανά και ξανά στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που τράβηξα και μου έρχεται να αλλάξω ντεσκτοπ.
Διαλέγω τη μορφή του πύργου πάνω από τις στέγες του Παρισιού.
No comments:
Post a Comment