Friday, May 29, 2009

Όλα τα είχε η Μαριωρή


Τον ελεύθερο χρόνο θα ήθελα να τον έχω στο τσεπάκι μου και να τον βγάζω όπως τα καρτούν εμφανίζουν μαύρες τρύπες όπου βουτούν και εξαφανίζονται. Θα ήθελα να φτάνει η Κυριακή κι εγώ να της κολλάω, έτσι από το πουθενά, τρεις ακόμα ημέρες σαν κατάληξη στη ρίζα μιας λέξης. Για να πω ότι είμαι κάπως ικανοποιημένη και τραβώντας το όσο εκεί που άλλο δεν πάει, θα ήθελα να έχω και μια τραπεζική κάρτα, αλλά όχι χρεωστική ούτε πιστωτική. Νομίζω μια χαριστική είναι ό,τι χρειάζομαι. Και τότε θα έκανα φυσικά ένα ταξίδι στον απόλυτο εξωτικό παράδεισο.

Οι ταξιδιωτικές ευκαιρίες για έναν μικρομεσαία οικονομικά στεκούμενο άνθρωπο είναι περιορισμένες. Η διαχείριση του χρόνου και του χρήματος πρέπει να γίνεται με αυστηρά καθορισμένα κριτήρια και οι λάθος επιλογές, μας απομακρύνουν από τα ταξίδια που θα έπρεπε πραγματικά να είχαμε κάνει. Παράδειγμα: Πέρυσι τέτοια εποχή, παν-κατ, χτυπάει το τηλέφωνο μου: - «Έλα! Τι γίνεται!? Είμαι η Τάδε!»
- (Δεν υπάρχει περίπτωση) Η τάδε?
- «Πού είχαμε γνωριστεί στο γάμο του Χ.!!?»
- (Δεν με βοηθάς)
- «Στο γάμο με τον μπουφέ!!??»
- (Στο γάμο! Με τον μπουφέ! Πες το ντε...) Ναι ναι βέβαια! Όλα καλά?

«Παντρεύτηκα», μου λέει. Εκφράζω μια αυθεντική συγκίνηση για την ευτυχία αυτής της άγνωστης. «Και θυμήθηκα ότι έχεις τρέλα με το ίντερνετ και ότι ψάχνεις γενικά για προορισμούς και ήθελα να με βοηθήσεις γιατί λέμε να κάνουμε ένα ταξιδάκι». Οποια και αν είναι, έχει πλέον την προσοχή μου. Οι ιδέες για προορισμούς σκάνε ήδη στο κεφάλι μου σαν καλαμπόκι σε καυτό λάδι. «Λέμε να πάμε τον Ιούλιο. Στη Τζαμάικα». Σιωπή. «Τι λες?! Ωραία δεν θα είναι?». Δεν θέλω να τη σοκάρω ότι η Τζαμάικα έχει τροπικό κλίμα και ότι ως εκ τούτου τον Ιούλιο θα βρέχει. Και θα φυσάει. Πολύ. Της το λέω ευγενικά. Μου απαντάει φανερώς προσβεβλημένη ότι στην Τζαμάικα έχει πάντα καλοκαίρι. Αρχίζω να φορτώνω. Δεν έχει πάντα καλοκαίρι. Κάποια στιγμή πρέπει να βρέξει ξέρεις κιόλας! Φοίνικες έχει! Με τι ποτίζονται νομίζεις? - «Στην Τζαμάικα έχει πάντα καλοκαίρι και γι’ αυτό είναι εξωτικά!». - «Το καλοκαίρι στη Τζαμάικα η ατμόσφαιρα μυρίζει κατουρημένο πριονίδι και έχει κουνούπια που είναι γνήσιοι απόγονοι του φτερωτού τυρανόσαυρου ρεξ!». Νομίζει ότι υπερβάλλω. Της λέω ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πάει στην Κεφαλλονιά.

Δεν ξέρω τι έκανε και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει. Τα εξωτικά ταξίδια, τη λάθος εποχή, από ανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε την πρωτεύουσα της Αυστραλίας - που όχι δεν είναι το Σίδνεϊ – μου ανεβάζουν την αρτηριακή πίεση. Θεωρώ πως είναι η ίδια κατηγορία ανθρώπων που έχουν πυροτεχνήματα στο γάμο τους, που όταν πάνε σε οποιαδήποτε ελληνική παραλία μπαίνουν στη θάλασσα ίσα για να βραχούν και να συνεχίσουν ανανεωμένοι το τουρνουά ρακέτας, άνθρωποι που επιστρέφοντας από το εξωτικό νησί έχουν προσχεδιάσει φράσεις όπως : «Και εκεί που μου έκαναν μασάζ γυρνάω και τι να δώ??!! Ένας παπαγάλος έτρωγε την παπάγια μου!!».

Μπορεί να είναι από τη ζήλια μου που δεν με βλέπω να πηγαίνω ποτέ, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι τα τροπικά νησιά θέλουν και τους τροπικούς κώλους.


Friday, May 8, 2009

Δισ ουάν πλιζ


Κάπου στην 5η λεωφόρο και τους 37 δρόμους, επιβεβαίωσα οριστικά και αμετάκλητα, ότι ο ομφαλός της κοιλίας μου δεν συμπίπτει με αυτόν του κόσμου. Η κατά τη γνώμη μου σπουδαία οντότητά μου κονιορτοποιήθηκε υπό το βάρος της σκιάς των κτηρίων και με τη μορφή ασπριδερής αιωρούμενης πούδρας έγινε ένα με τους μυστηριώδεις καπνούς των νεοϋορκέζικων υπονόμων. Ο κύριος Τζούμας, που με συνοδεύει σε τούτο το ταξίδι, complete unknown σαν και εμένα, με βαραίνει με νόημα στο σακίδιό μου. Στον ελάχιστο χρόνο ανάμεσα σε δυο σκουντήματα από τους περαστικούς, το μόνο που προλαβαίνω να αναρωτηθώ είναι «πόση μα πόση δύναμη πρέπει να έχει κανείς για να μπορέσει να κρύψει τον ήλιο;»

Το λιθόκτιστο Ευρωπαϊκό μυαλό μου αντιλαμβάνεται έναν τόπο που σνομπάρει την ανάγκη του ιστορικού παρελθόντος. Οι δρόμοι είναι βολικά αριθμημένοι και όχι βαφτισμένοι κατά τον τάδε ή τον δείνα στρατηγό μιας κάποιας μεραρχίας. Οι - κατά μια σχετική έννοια - ντόπιοι δεν έχουν κοινούς πατέρες και δεν κουβαλάνε κανένα συμπλεγματικό βάρος για πολιτισμικές συνέχειες, γλωσσικές ακραίφνιες και εθνικά κολοκύθια με τη ρίγανη. Η μόλις προχθεσινή ιστορία λειτουργεί καθέτως, ξεκινάει από τις κοιλιές των υπερπληθυσμένων ατμόπλοιων, για να περάσει μέσα από το κόσκινο των λαών στο νησάκι ιδιοκτησίας κυρίου Σάμουελ Έλλις, και να καταλήξει στοιβαγμένη σε πολυκατοικίες όπως αυτή στον αριθμό 97 της οδού Orchard.

Αναγνωρίζω εικόνες και νιώθω μια εξοικείωση σαν άνθρωπος που μόλις βγήκε από την κλινική μετά από πολλά χρόνια σε κωματώδη κατάσταση. Η κύρια αίσθηση είναι ότι με ρούφηξαν στα πλάνα τους όλες μαζί οι ταινίες που έχω δει με φόντο ή πρωταγωνίστρια αυτή την πόλη. Κάπου στην άνω δυτική μπάντα ανησυχώ για το παιδικό βιβλιοπωλείο που διατηρώ και το οποίο τα βγάζει δύσκολα πέρα με τον ανταγωνισμό. Τα ξεχνάω όμως όλα στην ιδέα ότι μπορεί και να έχω μήνυμα στον υπολογιστή μου.

Μπαίνω να ξαποστάσω σε γαλλότροπα καφέ. Ο κατάλογος δεν χωράει φυσικά τα 210 διαθέσιμα είδη κέικ. Θα πρέπει να πλησιάσω τη βιτρίνα, να τα εξετάσω και να πω δισ ουάν πλιζ. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει μάθει να διαλέγει σε λίγα μόνο λεπτά. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει στηρίξει όλη του την υπόσταση στο να ξέρει τι θέλει όταν του προσφέρονται 210 διαφορετικές εκδοχές του ίδιου πράγματος. Παίρνω ένα τσάι.

Ο ενθουσιασμός μου θυμίζει αναβάτη ρόλερ κόστερ σε ανάποδο λουπ. Πιάνω τον εαυτό μου να αναφωνεί εκστασιασμένος «αχ, κοίτα ένας ποδηλάτης!», «ένα σχολείο πάει εκδρομή!», «ένας σκύλος! Δες τον πώς κατουράει!». Ότι σου μεταδίδει αυτή η πόλη είναι η χαρά της καθημερινής ζωής μέσα από την οδύσσεια αναζήτηση ενός προσωπικού στυλ. Πάντα πίστευα πως θα ερχόμουν εδώ και θα ένιωθα την άνεση και τη θαλπωρή που έχω όταν μπαίνω στο σπίτι και βάζω τις παντόφλες μου, ωστόσο μάλλον έμεινα με τα παπούτσια. Κοιτάζω ξανά και ξανά στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που τράβηξα και μου έρχεται να αλλάξω ντεσκτοπ.
Διαλέγω τη μορφή του πύργου πάνω από τις στέγες του Παρισιού.