Friday, June 26, 2009

Όταν μου έγνεψε ο Σίβα



Στο Βαρανάσι ξυπνούν νωρίς. Από τον κόλπο της νύχτας, πάνω στο ξεψύχισμά της, γεννιέται αέναα ο θεός Σίβα, ο υπέρτατος θεός του Ινδουισμού. Εδώ, σε τούτα τα νερά του Γάγγη, του πιο λατρεμένου ποταμού του ανθρωπίνου είδους, έρχονται να προσευχηθούν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τoυς μέσα από την Ινδουιστική θρησκεία. Με μια αυτιστική συνέπεια τριών χιλιάδων χρόνων, οι πράξεις λατρείας προς ένα μάτσο θεούς αμφιβόλου χρησιμότητας και αισθητικής, συνεχίζονται με τη σταθερότητα και την αφοσίωση που επιδεικνύει η γη καθώς γυρίζει γύρω από τον εαυτό της. Όπως έγραψε και ο Μαρκ Τουέιν, το Βαρανάσι είναι παλαιότερο από την ιστορία, παλαιότερο από την παράδοση, παλαιότερο ακόμα και από τον μύθο, και φαίνεται δύο φορές πιο παλιό από όλα αυτά μαζί.




Νιώθω ενοχικά που βρίσκομαι εδώ. Εγώ η άπιστη. Γιατί στο Βαρανάσι φτάνουν όσοι έχουν επιλεχθεί από τον ίδιο τον Σίβα. Για να βουτήξουν στα νερά του ποταμού, που θα αναλάβει να πάρει μαζί του τις αμαρτίες τους και να τους εξαγνίσει. Και ευλογημένοι θα είναι εκείνοι που αφού πεθάνουν και κάνουν πέρα επιτέλους τα δεσμά τους με την ύλη, θα καούν στις όχθες του, και οι στάχτες τους θα διασκορπιστούν στα ιερά νερά. Μόνο έτσι κλείνει ο κύκλος των μετεμψυχώσεων. Η ψυχή απελευθερώνεται και εξαντλημένη αφού έχει ζήσει ως άνθρωπος , φυτό ή ζώο για πολλά εκατομμύρια φορές, αναπαύεται εν γαλήνη και ειρήνη και καταφέρνει να γίνει ένα με το υπέρτατο ον. Τον Μπράχμαν.




Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς δείχνουν οι εικόνες μπροστά στα μάτια μου. Νιώθω κενή, επιφανειακή, ιδιότροπη. Έχω μια αίσθηση απειλής και φόβου χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω την πηγή. Μικρή, ανύπαρκτη. Δεν είμαι σίγουρη από πού προέρχονται οι ήχοι που ακούω. Φωνές, αλλά από άνθρωπο ή ζώο; Ύμνος; Θρήνος; Χαρά; Και αυτή η μυρωδιά ..... με βαραίνει σαν χειμωνιάτικο παλτό που μου πάει μεγάλο. Νόμιζα πως ο θάνατος είναι παντοδύναμος. Τον θάνατο τον τρέμουμε. Αυτό ήξερα εγώ. Και εδώ τον κοροϊδεύουνε στα μούτρα. Τον λένε ευλογία. Τα παιδιά που θέλουν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη στους γονείς τους, τους φέρνουν εδώ για να πεθάνουν. Πάνω σε ένα σκαλί από τσιμέντο περιμένουν και όσο πάρει. Παντού φωτιές αναμμένες, σάρκες προσώπων αγαπημένων να φλέγονται, χωρίς να αξίζουν δάκρυ. Κάποτε έκλαιγαν μόνο οι γυναίκες, οι οποίες για να αποδείξουν την αγάπη για τους άντρες και τους γιους τους, έπεφταν στην πυρά. Όσες δίσταζαν να το κάνουν μόνες τους, τις έριχναν με τη βία. Τώρα, και μέσα στα πλαίσια της ινδουιστικής αντίληψης περί της προόδου, οι γυναίκες απλά απαγορεύεται να παρευρίσκονται στις καύσεις των δικών τους ανθρώπων. Στην προβλήτα της Μανικαρνίκα φτάνουν μόνο τυλιγμένες στα πορτοκαλιά τους σάβανα.




Ανακαλύπτω με δέος ότι ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερες αντοχές από ό,τι μπορούσα να φανταστώ. Η υγιεινή και η καθαριότητα, το σπίτι, ο ρουχισμός, το φαγητό και τα φάρμακα ποιος είπε ότι είναι ντε και καλά απαραίτητα. Νόμιζα πως η ζωή μού δείχνει το σκληρό της πρόσωπο όταν τελειώνει η μαλακτική μαλλιών και τούτοι εδώ φαίνεται να ζουν πλήρεις, ευτυχισμένοι, λες και δεν τους έχουν πει ότι δεν λες σπίτι μια κατασκευή από τα ξεραμένα κόπρανα της ιερής αγελάδας, δεν λες ποτάμι έναν όγκο νερού όπου δεν ζει ίχνος ζωντανού οργανισμού, δεν λες πόλη τα στοιχειωμένα σοκάκια, ούτε κατοικίδιο το σκυλί που μασουλάει την άκαφτη γάμπα του φτωχού σου γείτονα.



Σκέφτομαι – κακοπροαίρετα σίγουρα – πόσο βολικές είναι οι αρχές του Ινδουισμού για τη διαχείριση μερικών δισεκατομμυρίων σωμάτων και ψυχών που δεν ξέρουν τι θα πει ζεστό μπάνιο. Δεν θέλω – γιατί με παίρνει - να πειστώ ότι η ζωή είναι ένας προθάλαμος αναμονής. Ζηλεύω όμως την αφοσίωση, τη διαύγεια του τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους, την ευκολία με την οποία έρχεται η χαρά. Προσεύχομαι στον θεό Σίβα και την παρέα του, να με κάνει λίγο πιο δυνατή από τη σαπουνόφουσκα που είμαι.