Tuesday, June 30, 2009

Θα έμενες ΙΙ;

Ο κος Clough Williams - Ellis είχε ένα πάθος: την αρχιτεκτονική. Ό,τι σαραβαλιασμένη χαμοκέλα έβρισκε στον δρόμο του, την έπιανε και τη μετέτρεπε σε αρχοντικό με μια αισθητική έντονων μεταμοντερνιστικών διαθέσεων. Το δικό του σπίτι, μια μικρή οικία της υπαίθρου κάπου στην Ουαλία, και πιο συγκεκριμένα στη μέση του πουθενά, το ανακαίνιζε και το διακοσμούσε από το 1908 που το κληρονόμησε από τον πατέρα του, έως το 1978 οπότε και σταμάτησε, μόνο και μόνο επειδή πέθανε.

Το αρχιτεκτονικό τέκνο, ωστόσο, που έκανε - δικαιωματικά - υπερήφανο τον κύριο Clough ήταν το Portmeirion, ένα χωριό, στην ακτή Snowdonia της Ουαλίας. Με το Portmeirion, ο παθιασμένος σχεδιαστής του, θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής στην ατμόσφαιρα και τα χρώματα της Μεσογείου. Αυτό που κατάφερε είναι να φτιάξει έναν τόπο ονειρικό. Κάθε κτίσμα, ή ερείπιο κτίσματος στη μικρή αυτή ιδιωτική χερσόνησο ήρθε και έγινε μέρος ενός συνόλου μιας παραμυθιακής αισθητικής, που θα διατηρήσει τη νεότητά της ακόμα και μετά το πέρας εκατοντάδων χρόνων.

Το λυπηρό ωστόσο είναι ότι κάθε σπίτι, κάθε κατάστημα, οι πλατείες, η παραλία και οι βάρκες, ανήκουν σε ξενοδοχειακή μονάδα. Δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, ούτε κατοικίδια. Στα σοκάκια μπορούν να περιπατήσουν όσοι διαμένουν ως επισκέπτες σε κάποιο από τα δωμάτια του βασικού κτηρίου ή σε κάποιο από τα αυτόνομα σπίτια, ή όσοι πληρώνουν ένα κάποιο αντίτιμο για επίσκεψη των εξωτερικών χώρων. Το εκκλησάκι λειτουργεί για την τέλεση γάμων, και ο χρόνος αναμονής είναι φυσικά μεγάλος.

Σκέφτομαι πως ένα μεγάλο κομμάτι της μαγείας χάνεται μέσα από αυτή τη ντισνεϊλαντίστικη προσέγγιση. Θα ήθελα ένας τόσο όμορφος τόπος να διατηρείται από την αγάπη και τη φροντίδα των κατοίκων του. Από το ίδιο πάθος με το οποίο φτιάχτηκε από τον κο Clough, μέσα από την αναζήτηση της ομορφιάς, αυτής της παράξενης ανάγκης, όπως ο ίδιος έλεγε.



























Friday, June 26, 2009

Όταν μου έγνεψε ο Σίβα



Στο Βαρανάσι ξυπνούν νωρίς. Από τον κόλπο της νύχτας, πάνω στο ξεψύχισμά της, γεννιέται αέναα ο θεός Σίβα, ο υπέρτατος θεός του Ινδουισμού. Εδώ, σε τούτα τα νερά του Γάγγη, του πιο λατρεμένου ποταμού του ανθρωπίνου είδους, έρχονται να προσευχηθούν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τoυς μέσα από την Ινδουιστική θρησκεία. Με μια αυτιστική συνέπεια τριών χιλιάδων χρόνων, οι πράξεις λατρείας προς ένα μάτσο θεούς αμφιβόλου χρησιμότητας και αισθητικής, συνεχίζονται με τη σταθερότητα και την αφοσίωση που επιδεικνύει η γη καθώς γυρίζει γύρω από τον εαυτό της. Όπως έγραψε και ο Μαρκ Τουέιν, το Βαρανάσι είναι παλαιότερο από την ιστορία, παλαιότερο από την παράδοση, παλαιότερο ακόμα και από τον μύθο, και φαίνεται δύο φορές πιο παλιό από όλα αυτά μαζί.




Νιώθω ενοχικά που βρίσκομαι εδώ. Εγώ η άπιστη. Γιατί στο Βαρανάσι φτάνουν όσοι έχουν επιλεχθεί από τον ίδιο τον Σίβα. Για να βουτήξουν στα νερά του ποταμού, που θα αναλάβει να πάρει μαζί του τις αμαρτίες τους και να τους εξαγνίσει. Και ευλογημένοι θα είναι εκείνοι που αφού πεθάνουν και κάνουν πέρα επιτέλους τα δεσμά τους με την ύλη, θα καούν στις όχθες του, και οι στάχτες τους θα διασκορπιστούν στα ιερά νερά. Μόνο έτσι κλείνει ο κύκλος των μετεμψυχώσεων. Η ψυχή απελευθερώνεται και εξαντλημένη αφού έχει ζήσει ως άνθρωπος , φυτό ή ζώο για πολλά εκατομμύρια φορές, αναπαύεται εν γαλήνη και ειρήνη και καταφέρνει να γίνει ένα με το υπέρτατο ον. Τον Μπράχμαν.




Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς δείχνουν οι εικόνες μπροστά στα μάτια μου. Νιώθω κενή, επιφανειακή, ιδιότροπη. Έχω μια αίσθηση απειλής και φόβου χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω την πηγή. Μικρή, ανύπαρκτη. Δεν είμαι σίγουρη από πού προέρχονται οι ήχοι που ακούω. Φωνές, αλλά από άνθρωπο ή ζώο; Ύμνος; Θρήνος; Χαρά; Και αυτή η μυρωδιά ..... με βαραίνει σαν χειμωνιάτικο παλτό που μου πάει μεγάλο. Νόμιζα πως ο θάνατος είναι παντοδύναμος. Τον θάνατο τον τρέμουμε. Αυτό ήξερα εγώ. Και εδώ τον κοροϊδεύουνε στα μούτρα. Τον λένε ευλογία. Τα παιδιά που θέλουν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη στους γονείς τους, τους φέρνουν εδώ για να πεθάνουν. Πάνω σε ένα σκαλί από τσιμέντο περιμένουν και όσο πάρει. Παντού φωτιές αναμμένες, σάρκες προσώπων αγαπημένων να φλέγονται, χωρίς να αξίζουν δάκρυ. Κάποτε έκλαιγαν μόνο οι γυναίκες, οι οποίες για να αποδείξουν την αγάπη για τους άντρες και τους γιους τους, έπεφταν στην πυρά. Όσες δίσταζαν να το κάνουν μόνες τους, τις έριχναν με τη βία. Τώρα, και μέσα στα πλαίσια της ινδουιστικής αντίληψης περί της προόδου, οι γυναίκες απλά απαγορεύεται να παρευρίσκονται στις καύσεις των δικών τους ανθρώπων. Στην προβλήτα της Μανικαρνίκα φτάνουν μόνο τυλιγμένες στα πορτοκαλιά τους σάβανα.




Ανακαλύπτω με δέος ότι ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερες αντοχές από ό,τι μπορούσα να φανταστώ. Η υγιεινή και η καθαριότητα, το σπίτι, ο ρουχισμός, το φαγητό και τα φάρμακα ποιος είπε ότι είναι ντε και καλά απαραίτητα. Νόμιζα πως η ζωή μού δείχνει το σκληρό της πρόσωπο όταν τελειώνει η μαλακτική μαλλιών και τούτοι εδώ φαίνεται να ζουν πλήρεις, ευτυχισμένοι, λες και δεν τους έχουν πει ότι δεν λες σπίτι μια κατασκευή από τα ξεραμένα κόπρανα της ιερής αγελάδας, δεν λες ποτάμι έναν όγκο νερού όπου δεν ζει ίχνος ζωντανού οργανισμού, δεν λες πόλη τα στοιχειωμένα σοκάκια, ούτε κατοικίδιο το σκυλί που μασουλάει την άκαφτη γάμπα του φτωχού σου γείτονα.



Σκέφτομαι – κακοπροαίρετα σίγουρα – πόσο βολικές είναι οι αρχές του Ινδουισμού για τη διαχείριση μερικών δισεκατομμυρίων σωμάτων και ψυχών που δεν ξέρουν τι θα πει ζεστό μπάνιο. Δεν θέλω – γιατί με παίρνει - να πειστώ ότι η ζωή είναι ένας προθάλαμος αναμονής. Ζηλεύω όμως την αφοσίωση, τη διαύγεια του τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους, την ευκολία με την οποία έρχεται η χαρά. Προσεύχομαι στον θεό Σίβα και την παρέα του, να με κάνει λίγο πιο δυνατή από τη σαπουνόφουσκα που είμαι.

Sunday, June 14, 2009

Πφφφ! Αηδίες.


Η Ευρώπη έχει και άλλα νησιά εκτός από τα Ελληνικά. Νησιά που μάλιστα έχουν το θράσος να θεωρούνται και ωραία. Καμιά σύγκριση όμως με τα δικά μας. Γιατί στα δικά μας νησιά μπορείς με ένα νέο και ωραίο σετ βυζιά να κάνεις κράτηση στον μέτρ παραλίας για ξαπλώστρα ακόμα και στην τρίτη σειρά από τα μπροστά προς τα πίσω! Γιατί στα δικά μας νησιά θα συναντήσεις Άντρες που έχουν τόσες τρίχες στο στήθος τους ώστε να μπορούν να τις ξυρίζουν. Άντρες τόσο ρομαντικούς που θεωρούν τα ζαντολάστιχα ως το τέλειο δώρο επετείου.


Στα νησιά της Ευρώπης το θερμόμετρο της διασκέδασης είναι μπλε και οι χαρτοπετσέτες δεν πέφτουνε βροχή. Ο καιρός είναι οριακά ζεστός και ο ήλιος πολύτιμος. Η φύση και η αισθητική του παρελθόντος έχουν συνάψει σχέση ερωτική. Η σιωπή δεν κρύβει αμηχανία και έλλειψη επαφής. Ο άερας σου δείχνει τον δρόμο για λογοτεχνικές αναρριχήσεις. Ο κεφτές όμως, η παληκαριά και το φιλότιμο είναι λέξεις που δεν μεταφράζονται σε καμία άλλη γλώσσα.

Νησιά Lofoten (Νορβηγία)





Νησιά Φερόες (Δανία)





Usedome (Γερμανία)








Αζόρες (Πορτογαλία)







Rugen (Γερμανία)


Thursday, June 4, 2009

Θα έμενες;


Αν δείξεις μια καμηλοπάρδαλη σε ένα πιτσιρίκι που έχει διαβάσει Τριβιζά θα την αναγνωρίσει αμέσως ως "κουκουνίτα". Η κουκουνίτα λοιπόν, είναι ζώο θηλαστικό και φυτοφάγο, κάτοικος Κεντρικής Αφρικής, με μια προσωπικότητα που δεν τη λες και σύνθετη, μιας και βοσκάει 12 ώρες την ημέρα και κοιμάται επάνω της μόλις για 20 λεπτά.

Εμένα προσωπικά οι κουκουνίτες μου θυμίζουν παιδί - γίγαντα με περιορισμένα πνευματικά χαρίσματα αλλά χρυσή καρδιά, που δεν χωράει στην καρέκλα αλλά ούτε και στην παρέα, και ο οποίος τελικά γίνεται ήρωας όταν σκοράρει με άνεση στο τελευταίο δευτερόλεπτο του τελικού μπάσκετ του σχολικού πρωταθλήματος.

Στο Ναϊρόμπι, την πρωτεύουσα της Κένυας, όπου δεν έχουν έλλειψη από κουκουνίτες, λειτουργεί το Giraffe Manor, ένα υπέροχο αρχοντικό του 1920 που φιλοξενεί στην αυλή του μια αγέλη κουκουνίτων. Το ζευγάρι που διαχειρίζεται το ξενοδοχείο αυτό, με τα 600 δολάρια που τους σκας τη βραδιά, είναι εξαιρετικά φιλικό και εξυπηρετικό και εκτελεί και χρέη οδηγού στη γύρω περιοχή. Με τα ίδια 600 δολάρια τη βραδιά οι κουκουνίτες σε καλημερίζουν με ένα γλύψιμο στη μούρη και ψάχνουν τις τσέπες σου για φιστίκια και τίποτα ψιλά.






Friday, May 29, 2009

Όλα τα είχε η Μαριωρή


Τον ελεύθερο χρόνο θα ήθελα να τον έχω στο τσεπάκι μου και να τον βγάζω όπως τα καρτούν εμφανίζουν μαύρες τρύπες όπου βουτούν και εξαφανίζονται. Θα ήθελα να φτάνει η Κυριακή κι εγώ να της κολλάω, έτσι από το πουθενά, τρεις ακόμα ημέρες σαν κατάληξη στη ρίζα μιας λέξης. Για να πω ότι είμαι κάπως ικανοποιημένη και τραβώντας το όσο εκεί που άλλο δεν πάει, θα ήθελα να έχω και μια τραπεζική κάρτα, αλλά όχι χρεωστική ούτε πιστωτική. Νομίζω μια χαριστική είναι ό,τι χρειάζομαι. Και τότε θα έκανα φυσικά ένα ταξίδι στον απόλυτο εξωτικό παράδεισο.

Οι ταξιδιωτικές ευκαιρίες για έναν μικρομεσαία οικονομικά στεκούμενο άνθρωπο είναι περιορισμένες. Η διαχείριση του χρόνου και του χρήματος πρέπει να γίνεται με αυστηρά καθορισμένα κριτήρια και οι λάθος επιλογές, μας απομακρύνουν από τα ταξίδια που θα έπρεπε πραγματικά να είχαμε κάνει. Παράδειγμα: Πέρυσι τέτοια εποχή, παν-κατ, χτυπάει το τηλέφωνο μου: - «Έλα! Τι γίνεται!? Είμαι η Τάδε!»
- (Δεν υπάρχει περίπτωση) Η τάδε?
- «Πού είχαμε γνωριστεί στο γάμο του Χ.!!?»
- (Δεν με βοηθάς)
- «Στο γάμο με τον μπουφέ!!??»
- (Στο γάμο! Με τον μπουφέ! Πες το ντε...) Ναι ναι βέβαια! Όλα καλά?

«Παντρεύτηκα», μου λέει. Εκφράζω μια αυθεντική συγκίνηση για την ευτυχία αυτής της άγνωστης. «Και θυμήθηκα ότι έχεις τρέλα με το ίντερνετ και ότι ψάχνεις γενικά για προορισμούς και ήθελα να με βοηθήσεις γιατί λέμε να κάνουμε ένα ταξιδάκι». Οποια και αν είναι, έχει πλέον την προσοχή μου. Οι ιδέες για προορισμούς σκάνε ήδη στο κεφάλι μου σαν καλαμπόκι σε καυτό λάδι. «Λέμε να πάμε τον Ιούλιο. Στη Τζαμάικα». Σιωπή. «Τι λες?! Ωραία δεν θα είναι?». Δεν θέλω να τη σοκάρω ότι η Τζαμάικα έχει τροπικό κλίμα και ότι ως εκ τούτου τον Ιούλιο θα βρέχει. Και θα φυσάει. Πολύ. Της το λέω ευγενικά. Μου απαντάει φανερώς προσβεβλημένη ότι στην Τζαμάικα έχει πάντα καλοκαίρι. Αρχίζω να φορτώνω. Δεν έχει πάντα καλοκαίρι. Κάποια στιγμή πρέπει να βρέξει ξέρεις κιόλας! Φοίνικες έχει! Με τι ποτίζονται νομίζεις? - «Στην Τζαμάικα έχει πάντα καλοκαίρι και γι’ αυτό είναι εξωτικά!». - «Το καλοκαίρι στη Τζαμάικα η ατμόσφαιρα μυρίζει κατουρημένο πριονίδι και έχει κουνούπια που είναι γνήσιοι απόγονοι του φτερωτού τυρανόσαυρου ρεξ!». Νομίζει ότι υπερβάλλω. Της λέω ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πάει στην Κεφαλλονιά.

Δεν ξέρω τι έκανε και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει. Τα εξωτικά ταξίδια, τη λάθος εποχή, από ανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε την πρωτεύουσα της Αυστραλίας - που όχι δεν είναι το Σίδνεϊ – μου ανεβάζουν την αρτηριακή πίεση. Θεωρώ πως είναι η ίδια κατηγορία ανθρώπων που έχουν πυροτεχνήματα στο γάμο τους, που όταν πάνε σε οποιαδήποτε ελληνική παραλία μπαίνουν στη θάλασσα ίσα για να βραχούν και να συνεχίσουν ανανεωμένοι το τουρνουά ρακέτας, άνθρωποι που επιστρέφοντας από το εξωτικό νησί έχουν προσχεδιάσει φράσεις όπως : «Και εκεί που μου έκαναν μασάζ γυρνάω και τι να δώ??!! Ένας παπαγάλος έτρωγε την παπάγια μου!!».

Μπορεί να είναι από τη ζήλια μου που δεν με βλέπω να πηγαίνω ποτέ, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι τα τροπικά νησιά θέλουν και τους τροπικούς κώλους.


Friday, May 8, 2009

Δισ ουάν πλιζ


Κάπου στην 5η λεωφόρο και τους 37 δρόμους, επιβεβαίωσα οριστικά και αμετάκλητα, ότι ο ομφαλός της κοιλίας μου δεν συμπίπτει με αυτόν του κόσμου. Η κατά τη γνώμη μου σπουδαία οντότητά μου κονιορτοποιήθηκε υπό το βάρος της σκιάς των κτηρίων και με τη μορφή ασπριδερής αιωρούμενης πούδρας έγινε ένα με τους μυστηριώδεις καπνούς των νεοϋορκέζικων υπονόμων. Ο κύριος Τζούμας, που με συνοδεύει σε τούτο το ταξίδι, complete unknown σαν και εμένα, με βαραίνει με νόημα στο σακίδιό μου. Στον ελάχιστο χρόνο ανάμεσα σε δυο σκουντήματα από τους περαστικούς, το μόνο που προλαβαίνω να αναρωτηθώ είναι «πόση μα πόση δύναμη πρέπει να έχει κανείς για να μπορέσει να κρύψει τον ήλιο;»

Το λιθόκτιστο Ευρωπαϊκό μυαλό μου αντιλαμβάνεται έναν τόπο που σνομπάρει την ανάγκη του ιστορικού παρελθόντος. Οι δρόμοι είναι βολικά αριθμημένοι και όχι βαφτισμένοι κατά τον τάδε ή τον δείνα στρατηγό μιας κάποιας μεραρχίας. Οι - κατά μια σχετική έννοια - ντόπιοι δεν έχουν κοινούς πατέρες και δεν κουβαλάνε κανένα συμπλεγματικό βάρος για πολιτισμικές συνέχειες, γλωσσικές ακραίφνιες και εθνικά κολοκύθια με τη ρίγανη. Η μόλις προχθεσινή ιστορία λειτουργεί καθέτως, ξεκινάει από τις κοιλιές των υπερπληθυσμένων ατμόπλοιων, για να περάσει μέσα από το κόσκινο των λαών στο νησάκι ιδιοκτησίας κυρίου Σάμουελ Έλλις, και να καταλήξει στοιβαγμένη σε πολυκατοικίες όπως αυτή στον αριθμό 97 της οδού Orchard.

Αναγνωρίζω εικόνες και νιώθω μια εξοικείωση σαν άνθρωπος που μόλις βγήκε από την κλινική μετά από πολλά χρόνια σε κωματώδη κατάσταση. Η κύρια αίσθηση είναι ότι με ρούφηξαν στα πλάνα τους όλες μαζί οι ταινίες που έχω δει με φόντο ή πρωταγωνίστρια αυτή την πόλη. Κάπου στην άνω δυτική μπάντα ανησυχώ για το παιδικό βιβλιοπωλείο που διατηρώ και το οποίο τα βγάζει δύσκολα πέρα με τον ανταγωνισμό. Τα ξεχνάω όμως όλα στην ιδέα ότι μπορεί και να έχω μήνυμα στον υπολογιστή μου.

Μπαίνω να ξαποστάσω σε γαλλότροπα καφέ. Ο κατάλογος δεν χωράει φυσικά τα 210 διαθέσιμα είδη κέικ. Θα πρέπει να πλησιάσω τη βιτρίνα, να τα εξετάσω και να πω δισ ουάν πλιζ. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει μάθει να διαλέγει σε λίγα μόνο λεπτά. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει στηρίξει όλη του την υπόσταση στο να ξέρει τι θέλει όταν του προσφέρονται 210 διαφορετικές εκδοχές του ίδιου πράγματος. Παίρνω ένα τσάι.

Ο ενθουσιασμός μου θυμίζει αναβάτη ρόλερ κόστερ σε ανάποδο λουπ. Πιάνω τον εαυτό μου να αναφωνεί εκστασιασμένος «αχ, κοίτα ένας ποδηλάτης!», «ένα σχολείο πάει εκδρομή!», «ένας σκύλος! Δες τον πώς κατουράει!». Ότι σου μεταδίδει αυτή η πόλη είναι η χαρά της καθημερινής ζωής μέσα από την οδύσσεια αναζήτηση ενός προσωπικού στυλ. Πάντα πίστευα πως θα ερχόμουν εδώ και θα ένιωθα την άνεση και τη θαλπωρή που έχω όταν μπαίνω στο σπίτι και βάζω τις παντόφλες μου, ωστόσο μάλλον έμεινα με τα παπούτσια. Κοιτάζω ξανά και ξανά στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που τράβηξα και μου έρχεται να αλλάξω ντεσκτοπ.
Διαλέγω τη μορφή του πύργου πάνω από τις στέγες του Παρισιού.

Tuesday, April 14, 2009


Ο σεβασμός μου για το φαινόμενο της βαρύτητας είναι βαθύς. Η βαρύτητα κρατάει τα μόρια της σούπας μου συγκολλημένα σε μια ενιαία μάζα μέσα στην οποία μπορώ να βυθίσω το κουτάλι μου. Διαφορετικά, για να φάω μια στάλα σούπα θα έπρεπε να κολυμπάω στον αέρα κυνηγώντας μπουρμπουλήθρες με γεύση αυγοκομμένου κοτόπουλου. Η δύναμη της βαρύτητας, επίσης, κράτα τους πλανήτες σε τροχιά γύρω από τον ήλιο. Ό,τι και αν σημαίνει αυτό.

Ως εκ τούτου η φαεινή ιδέα του ανθρωπίνου γένους να πιάσει μερικά μέτρα σίδερο και να φτιάξει ένα, και καλά, πουλί, αποτελεί ύψιστη ύβρη και εξευτελισμό της φύσης. Και η φύση δεν είναι τύπος δεκτικός σε τέτοια αστεία.

Κατά την προσωπική μου άποψη η φυσική κατάσταση των αεροπλάνων είναι η πτώση. Το ότι φτάνουν πότε πότε στον προορισμό τους αποτελεί καθαρά θέμα τύχης. Το πολύχρωμο φαγητό, ο καφές ή το τσάι, τα αστεία βιντεάκια, και το σαπούνι στην τουαλέτα, είναι απλά στάχτη στα μάτια των μελλοθάνατων.

Έχω υπάρξει στο παρελθόν ο τύπος του ταξιδιώτη που ζητάει ευγενικά από την αεροσυνοδό να του φέρει κουβερτίτσα για να κοιμηθεί στα ζεστά. Αυτός ο κάποτε εαυτός μου δεν υπάρχει πια και αδυνατώ να εντοπίσω την ακριβή χρονική στιγμή που με εγκατέλειψε. Έχω την αίσθηση πως ξεκίνησε σαν μια ελαφρά δυσφορία κατά την απογείωση για να καταλήξει να με κάνει να μιλάω με τον κυβερνήτη του σκάφους αυτοπροσώπως, έναν άνθρωπο που με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία προσπαθεί να με πείσει ότι δεν χάσαμε τον αριστερό κινητήρα και ότι αυτό που άκουσα ήταν το καζανάκι της τουαλέτας.

Ένας τρόπος πρόβλεψης ενός αεροπορικού ταξιδιού είναι η πρόσθεση των αριθμών της πτήσης. Αν για παράδειγμα η πτήση είναι η 816, προσθέτουμε 8+1+6= 15 και στη συνέχεια 1+5. Το 6 ως γνωστόν στη σημειολογία των αριθμών δηλώνει την πτώση. Ποτέ δεν παίρνουμε μια τέτοια πτήση. Ούτε και τις πτήσεις με άθροισμα 9. Το 9 είναι ο αριθμός της αναστάσεως, αλλά για να φτάσουμε ως εκεί θα προηγηθεί ο θάνατος. Ανεβαίνουμε σε πτήσεις με άθροισμα 8 (αριθμός της τελειότητας) και 4 (της ισορροπίας). Για πτήση με οποιοδήποτε άλλο άθροισμα ταξιδεύουμε με δική μας ευθύνη.

Η πιο ασφαλής μέθοδος είναι να πετάμε μετά από αεροπορικά δυστυχήματα. Όλες οι στατιστικές είναι με το μέρος μας και μας προστατεύουν. Αν μάλιστα το δυστύχημα έχει γίνει κοντά στον τόπο προορισμού μας και ήταν και πολύνεκρο, αυτό διασφαλίζει για εμάς ένα υπέροχο ταξίδι. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση ατυχημάτων με μονοκινητήρια, ιδιωτικά σκάφη, λίγων θυμάτων. Στρατιωτικά ελικόπτερα και σινούκ εξαιρούνται εντελώς.


Η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης που τρέφω για τα ταξίδια είναι ότι μπαίνω σε αεροπλάνο. Μέσα στην καμπίνα του αεροπλάνου, υπό την επήρεια των ηρεμιστικών που έχω κατεβάσει, εξοικειώνομαι τόσο πολύ με την ιδέα του θανάτου που πιάνω ψιλή κουβέντα με τον χάρο. Σε όσους απολαμβάνουν τα αεροπορικά ταξίδια, έχω να πω μονάχα ένα : η πτήση από την πτώση βρίσκονται μόνο ένα φωνήεν μακριά.

Friday, April 10, 2009

Και του χρόνου μακρύτερα


Έχω υπάρξει φαν της Μ. Πέμπτης.

Για χρόνια κατέθετα τη συγκεκριμένη ημέρα προσαυξημένη και έντοκη κατάνυξη στον ανοιχτό λογαριασμό μου με τα θεία.

Έχω πιάσει τον εαυτό μου ακόμα και να δακρύζει στη θέα του συμβόλου της χριστιανοσύνης και στο άκουσμα του σήμερον κρεμάται επί ξύλου.

Δόξα τω Θεώ τον Μεγαλοδύναμο, δεν πέρασε πολύς καιρός πριν να ανακάμψω και πλέον η Μ. Πέμπτη είναι ημέρα βαθέος προβληματισμού για το αν το παντελόνι που θα βάλω στη βαλίτσα θα είναι υφασμάτινο ή τζιν. Το δράμα του θεανθρώπου που θέλησε να πεθάνει για την πάρτι μας με αφήνει πραγματικά αδιάφορη, μιας και ουδείς άνθρωπος δεν του το ζήτησε να το κάνει, άσε που πέθανε δεν πέθανε καμία διαφορά δεν έκανε ποτέ στη ζωή κανενός, ενώ ξέρω ουκ ολίγους ανθρώπους ο πόνος των οποίων και τα βάσανά τους κάνουν τα βάσανα του Χριστού να μοιάζουν με παιδική εκπομπή στην πρωινή ζώνη του Σαββάτου.

Κατανοώ την ανάγκη των ανθρώπων γύρω μου για νηστεία του κρέατος και καταβρόχθιση κολοκυθοκεφτέδων, αστακομακαρονάδας ή μπέργκερ πολτοποιημένης γαρίδας με ένα ελαφρύ ντρέσινγκ από χυμό καβουριού καθώς και το πέρασμα από την εκκλησία μετά από τα ψώνια και πριν το σινεμά, τον περίπατο της περιφοράς του επιταφίου ως ευκαιρία να διαπιστωθεί ποια παντρεύτηκε, ποια πάχυνε και ποια γκαστρώθηκε μέσα στον τελευταίο χρόνο, και τη συμμετοχή στο πάρτι του Μεγάλου Σαββάτου σαν μια καλή ευκαιρία να φορέσουμε με καλσόν το νέο καλοκαιρινό πέδιλο που αγοράσαμε για τη σειρά από γάμους που μας περιμένουν αμέσως μετά.

Το δυστύχημά μας δεν είναι ότι δεν είμαστε καλοί χριστιανοί. Το δυστύχημά μας είναι ότι έχουμε την εντύπωση, και την ελπίδα ακόμα ίσως, πώς ακολουθώντας κουτσά στραβά ένα προσαρμοσμένο στα μέτρα μας θρησκευτικό πρωτόκολλο εξαγνιζόμαστε, ελαφραίνουμε και οδεύουμε ωσάν πολύχρωμος χαρταετός προς τον ουράνιο πατέρα, ερχόμαστε έστω και πάνω από την καλοψημένη πέτσα του αρνιού, σε επικοινωνία με έναν πνευματικά ανώτερο κόσμο.

Το Πάσχα είχε νόημα μόνο όταν ήμασταν παιδιά. Τότε που πηγαίναμε σε παραπάνω από έναν επιταφίους. Σε επιταφίους που είχαμε δει να τους στολίζουν οι μανάδες και οι θείες μας. Τότε που η νηστεία ήταν τσάι και φρυγανιά, άντε και καμιά τηγανητή πατάτα. Η λαμπάδα που κρατούσαμε και τα καινούργια μας παπούτσια μας έκαναν να ψηλώνουμε 10 πόντους. Τότε που το να κάτσουμε ξύπνιοι ως τα μεσάνυχτα ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση. Τότε που δεν ήταν ντροπή να φοβόμαστε τις στρακαστρούκες και τα βαρελότα. Τότε που υπήρχαν δύο κανάλια που παίζανε μόνο τα πάθη του Χριστού.

Και φέτος θα ταξιδέψω. Οι ημέρες ετούτες είναι για μένα γιορτινές επειδή θα κάνω ένα ταξίδι που χρόνια ονειρευόμουνα. Το Πάσχα μου δημιουργεί περισσότερες απορίες από όσες θα έπρεπε να μου λύνει. Και όπως και με τα αρκουδάκια του Αγίου Βαλεντίνου αδυνατώ να καταλάβω τι σχέση έχουν οι κότες με τα κουνέλια. Όχι μεταξύ τους. Με το Πάσχα.











Friday, March 6, 2009

S for Small, L for Luxembourg


Luxembourg is so small that if in the canteen of the Parliament they decided to bake three slices of bacon, the smell would cover the entire national territory and would invade even the most aloof house at the far end of the country.

The boredom one feels being in Luxembourg is proportionally opposite to its size. It makes you want to turn against yourself. It makes you want to take a Japanese knife and start peeling your skin out like a sock starting from the scalp and going all the way down to the toes.

To anticipate your thought “oh she is so exaggerating!” I am telling you this: one of the landmarks of the city as well as of the country of Luxembourg is the Red Bridge. A well constructed architectural piece, of a respectable size which is visible from many parts of the city. You would expect that people are fishing from that bridge but no water passes underneath. You would expect that blond families stroll on the bridge, taking a glimpse of the view all around - which is quiet worthy - but no. The Red Bridge is the suicide hot spot of the country - if not of Europe. They are actually throwing themselves into the void, and who can blame them for that? Signs on the roads are warning the drivers beneath of falling objects!

Their flag is the flag of France but in the landscape orientation.
Their official languages are: French, German and Luxembourgish. The latter is nothing more than German with a little bit of French.
Their architecture has the cuteness of Belgium (c.f. Bruges) but without the laces, and without Tin-Tin.
Their history is a four pages leaflet taught in 1st and 2nd degree education in all three official languages.
Luxemburg lived its greatest moments in the years 1961, 1965, 1972, 1973 and 1983 when they won the Eurovision contest.
Out of the five winning artists four of them were French and one was Greek.

I’m suspicious towards this landlocked tiny country with the highest GPD per capita in the world. I would certainly like to be one of those rich capita …… but….. places are like people. Either you match with them or you don’t. There are those who are undeniably fascinating, nice in every aspect, stimulating people or places that make you want to be larger, higher, broader and bolder. There are those whose properties cannot be seen at first sight. You get to know them better and scratch under the surface in order to reveal and bring into light something that is really remarkable and worthy to keep, providing you with a secret smile of relief and joy. And of course there is the example of Luxembourg, a spoiled brainless beauty who has gained everything from a long forgotten heir, an odorless creature wondering what to do with its time and money.
I am in search of people and places that we will get me out of my limited personal territory. People and places that will challenge and intrigue my smallness. That will make me move from the XS I am to S, M and why not even L. Luxembourg is not one of these places, and as for Eurovision I am voting for Malta.

Friday, February 13, 2009

Who's your patron?


With a melodramatic, pre-Victorian feeling I want to believe that the greatest loves are left unspoken, invisible and trembling. The deeper one love goes the less stamps of existence it needs. It is at the surface of feelings that couples feel the urge to decorate their relations with red ribbons and red roses and red underwear - completely unhygienic as they have 0% cotton. And teddy bears. Why on earth teddy bears? I have cable TV. I watch the Animal Planet. And believe me, romance is not what you see in the mating of bears.

Mr. Santa Valentine is a fraud. He is even worse that Santa Claus. If you can believe that. First of all he was not one and only saint person. History wants it there to have been a number of Valentines, saints, semi-saints, wanna be saints, decadent saints, all from different parts of the globe and of the time. And the story gets even worse if you take into account that there is not one single written proof, not even a legend, none, zero, nada, niente supporting his employment as saint patron of love.

February 14th, the day consecrated to the enormous event of falling in love with another human being (or in the most cases falling in love with love and all its garnishes and decorations) has an architect. It is Geoffrey Chaucer the father of English literature, and as such a man of a great imagination. Our old friend Geoffrey chose Saint Valentine to protect the marriage of Richard II and Anne of Bohemia in a poem of his. Guess what! This imaginary wedding took place on February 14th! Valentine the saint patron of love? BUSTED!

Unlike lovers who are left to march into the unknown armed with ….. nothing, travellers can address all their requests and prayers to an original saint and protector: Saint Christopher. A third century backpacker, who wandered the world in search of novelty and adventure. In one of his trips he carried a small child across a stream. The weight of the child was enormous, and it turned out that it was Christ who was so heavy because he bore the weight of the world on himself. How cool is that?!

I am turning to the sympathetic ear of Saint Christopher and whisper: "Dear Saint, get me cheap tickets to Kathmandu. I have a budget of 1000 € and everything I find is far beyond that". "Dear Saint Christopher I am flying in a week’s time. Please protect both engines of the plane, keep turbulences at the minimum required level and please please please prevent any lunch with fish and Brussels sprouts.”

I am inviting all the travellers of the world to honour their saint patron on the 9th of May. Let’s economize the money we have put aside for Valentine's day. Lingerie won't take us further than a smelly exchange of liquids. Let's look the ones we love straight in the eyes and say: "I want to travel with you. I want to buy tickets with you, make a suitcase with you, catch a train with you, miss a train with you, buy souvenir pencils with you at a price that will make us suspicious that someone tricked us with the currency exchange rate".
I will keep a faith in Saint Christopher and turn a scorning smile at Saint Valentine.
I choose the love that goes beyond the four walls of a bedroom.
Saint Valentine versus Saint Christopher: 0-1.

Friday, January 30, 2009

Travelling light


If you have a taste for sights, and buildings constructed with the material of deep history, if what pleases your eye and your soul is austere, colorful gardens, or dream palaces made of artistic aesthetics, if you appreciate quiet people, sophisticated men in contact with a superiorly intellectual world, and if you want to loose yourself in the meanders of an inner search, just don’t go there.

Cause this is the city of red bricks, humid walls, a sky covering only the pallets of grey and black, a city with a hardcore industrial philosophy and life style, a not an unjustified fame for criminality, and an annual average of rainy days which can outdo the competition. Its population is divided in two and a civil war is long standing and ravaging the area. Cause Manchester City and Manchester United are the absolute rulers and governors!

I am secretly proud to have been a Mancunian for a while in my life. In Manchester every time you get off a bus, the common practice is to turn your eyes to the driver, smile and say the wonderful: ”Cheers mate!”. This greeting is pronounced with a little bit of provincial accent, and a special emphasis on “Ch” and “ma”. I had the chance of saluting the bus drivers some hundreds of times, getting off and on Oxford Road, the ultimate passerelle for the 80,000 students studying in the four universities that hold an enviable position among their European counterparts.

The truth is that there I wasn’t
quite a model of a student. I hardly remember what I learnt - if I learnt anything at all. When it is the good mother European Union that pays, studies are not much of a pressure. What I certainly remember though, is my final paper bearing the pompous title “Study of the Translation of the Bible through the centuries”. And I presented a quite memorable spectacle as for about two months I was carrying with me at least two bibles and other religious paraphernalia, in all the bars and clubs and those accessories of mine certainly did not match with the drank or behaving-like-a-drank self I was at the time.

Manchester is the city that opened the door to capitalism and Industrial Revolution. This is probably the reason why until today it incorporates the very best and the very worst taken to terrifying extremes. Its night-life is the worthy child of Manchester’s scene of the 1980’s, this landmark in the history of music, with the necessary accompaniment of enormous quantities of alcohol and equal quantities of drags, while its two football teams carry their supporters to an ecstasy, comparable only to the diabolic possession of men and women found in the ancient tribes of Mali and Timbuktu.

In my story, Manchester is one of the most carefree periods of my life, though in the general happiness scale I am now higher than I was back then. My own Manchester makes me think that the road to personal completion is a series of good timings. There is only one good time for terrible hangovers and around the clock folly, only one good time for light spirited flirting and rave dancing, only one good time for future investing hard work. And once this good time is over, we are only left with our unaccomplished desires. And any unaccomplished desire is very heavy to carry in our luggage, cause after all one of the things that define good travelling is to travel light.

Tuesday, January 13, 2009

Wondering and wandering in Paris


Trying to find even a small speck of logic in life is like trying to loose weight. At the moment we are starting to philosophically scratch our head or on that Monday when we cut down all food except from yogurt and fruits, it is already too, too, too late. By that time a lot of water has passed under the bridge. Too many mistakes on our back, too many chocolates on our hip, for things to be undone. And if we feel that this time we have finally reached some answers ..... what we have truly lost is only liquids!

I have long ceased to be searching for the meaning of life. I’m not that brave, and besides that, I’m only a girl of a small-medium size IQ. I have also long ceased to believe in happiness. Happiness is not a state in which one can lead a life. Happiness and orgasm are one and the same thing. Imagine if they could last for ever! That would mean the end of the civilization as we know it! Proust would never have bothered to write down so many words about a madeleine melting in a cup of tea, if he had better things to do.

The second week of this brand new year finds me with a pessimism that makes me hold an umbrella under a shiny sky. And on top of it all, for reasons that go beyond my reasonable control it will take me a while before being able to plan and make my next trip. To make a long story short, I am left with what is second to travelling, which is no other than dreaming of travelling. Not bad considering the budget of it. A few dozens of lost man-hours is the only cost you pay.

And what I am dreaming of is Paris. Being in Paris is to me being in the hug of a long lost lover. Every time I am there I have butterflies in my stomach. And every time I wish I were there I am setting Paris pictures as desktop background. Tour Eiffel centered, Notre Dame tiled, Place des Vosges stretched.

Paris has a beauty that brings tears to my eyes. I still don’t know whether the incomparable number of books I have read about it is the result or the cause for this love of mine. I remember every literary character who has lived in Paris, as someone I once knew personally. I have searched the map for the streets and neighborhoods found in P. Modiano's books. The hunchback of Notre Dame is of course alive and trying to find some peace in his tower, but how could he with all those savages exclaiming "Oh! What a view!"?

In Paris I remind myself to slow down. I sink down in the haven of the cafés, these democratic successors to the aristocratic salons and I rejoice the “zouzouzouzou” sound of the language around me. In the cemetery of Père Lachaise I don’t use the map sold at the entrance, I am sure my steps will lead me to the tomb of Balzac and to the angel adorning the tomb of Chopin. In the bars of the steep and narrow streets of Montmartre I am wondering if they still serve absinth, and below the open skies of the boulevards I only wish I could fly with the airship of Count Ferdinand von Zeppelin. I love this city because at a time when colored lips made the difference between a lady and whore, the Parisians dared to place among their urban palaces, and their magnificent structured nature, a huge erection made of iron, the everlasting symbol of modern era.

I’m standing below this four leg monster, which gives me the impression that it waves in the breeze, and I can’t help it to think that here, I can certainly be larger than life.


Thursday, December 25, 2008

Ho!Ho!Ho!


Christmas is wonderful. Christmas is perfect. For the “SantaClauswillbringme” ages.

Because anyone above that age lives under the threat of the global conspiracy, with the code name “Christmas holidays”. We all know that everyone hate their guts with this story. But as if a deadly menace is hanging over our heads, no one will ever admit it. We do all the appropriate shopping, and all that red decoration, we cook as if there is no tomorrow, we generously give away smiles, and wishes and “oh-we-are-so-happy” looks. As if someone from above checks our Christmas mood level, and no one would ever like to be found with a Christmas mood below the generally accepted limit.

I know no living creature being brave enough to refuse to buy the slightest gift, to eat fish instead of turkey or other fleshes slowly cooked in absolute harmony with mushrooms of a nominal value standing at 25€/50 g. And all that because the day is special. The day is special only to the guy who pocketed 25 € for selling three funguses! This Christmas holiday thing equals to violation of human rights and should be seriously checked by the competent authorities. At both national and international level.

I’m escaping Christmas bringing to my eyes images of the world at this very moment. A Buddhist monk, no more than 12 years old, is shaving his head at Angkor, Cambodia. He does it skillfully, almost ritually, and I’m impressed that he uses no mirror. - A young woman helps her husband aligning multi-colored processed leathers. The leathers must stay under the sunshine for a while before finding their way to the bazaar of the town of Fez, Morocco. A heavy smell is in the air. – A barefoot bunch of children is chasing a ball in the pastel streets of Puerto Limon, Costa Rica. – A cormorant and his owner are having some rest at the banks of Lee river, near Yangshuo, China, after a long day of fishing. These cormorants-fishers are precious in China. A ring obstructs their throat making impossible to swallow the fishes and thus they deliver them to their owners. – The fountains and artificial lakes behind India Gate, New Delhi are crowded with boys and girls having the time of their life as they play with the dirty water. There is even a band playing!

It’s comforting to know that the world is still spinning around. It is comforting to know that the world will go on spinning around. That our personal highlights and dramas are not so important after all. And Christmas is not special because someone named Christ was born. There is no such thing as Christ and there is surely no such thing as virgin mother. You can say that Christmas is special because lots of us have extra free time. And this is good.

I will keep a sense of melancholy for the days. I will remain un-glamour and bleary. I will keep in my mind the people whose only reason to celebrate is that they made it through one more day. Santa Claus is a fat man in his middle age crisis, with serious problems of regression to childhood, and allow me to say, with a very suspicious attitude with his wanting to take all children to his lap. I will decorate my balcony with a hung Santa. With sparkling lights around the rope. I will let the passengers wonder: Was it suicide or murder?