Tuesday, June 30, 2009
Θα έμενες ΙΙ;
Friday, June 26, 2009
Όταν μου έγνεψε ο Σίβα
Στο Βαρανάσι ξυπνούν νωρίς. Από τον κόλπο της νύχτας, πάνω στο ξεψύχισμά της, γεννιέται αέναα ο θεός Σίβα, ο υπέρτατος θεός του Ινδουισμού. Εδώ, σε τούτα τα νερά του Γάγγη, του πιο λατρεμένου ποταμού του ανθρωπίνου είδους, έρχονται να προσευχηθούν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τoυς μέσα από την Ινδουιστική θρησκεία. Με μια αυτιστική συνέπεια τριών χιλιάδων χρόνων, οι πράξεις λατρείας προς ένα μάτσο θεούς αμφιβόλου χρησιμότητας και αισθητικής, συνεχίζονται με τη σταθερότητα και την αφοσίωση που επιδεικνύει η γη καθώς γυρίζει γύρω από τον εαυτό της. Όπως έγραψε και ο Μαρκ Τουέιν, το Βαρανάσι είναι παλαιότερο από την ιστορία, παλαιότερο από την παράδοση, παλαιότερο ακόμα και από τον μύθο, και φαίνεται δύο φορές πιο παλιό από όλα αυτά μαζί.
Νιώθω ενοχικά που βρίσκομαι εδώ. Εγώ η άπιστη. Γιατί στο Βαρανάσι φτάνουν όσοι έχουν επιλεχθεί από τον ίδιο τον Σίβα. Για να βουτήξουν στα νερά του ποταμού, που θα αναλάβει να πάρει μαζί του τις αμαρτίες τους και να τους εξαγνίσει. Και ευλογημένοι θα είναι εκείνοι που αφού πεθάνουν και κάνουν πέρα επιτέλους τα δεσμά τους με την ύλη, θα καούν στις όχθες του, και οι στάχτες τους θα διασκορπιστούν στα ιερά νερά. Μόνο έτσι κλείνει ο κύκλος των μετεμψυχώσεων. Η ψυχή απελευθερώνεται και εξαντλημένη αφού έχει ζήσει ως άνθρωπος , φυτό ή ζώο για πολλά εκατομμύρια φορές, αναπαύεται εν γαλήνη και ειρήνη και καταφέρνει να γίνει ένα με το υπέρτατο ον. Τον Μπράχμαν.
Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς δείχνουν οι εικόνες μπροστά στα μάτια μου. Νιώθω κενή, επιφανειακή, ιδιότροπη. Έχω μια αίσθηση απειλής και φόβου χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω την πηγή. Μικρή, ανύπαρκτη. Δεν είμαι σίγουρη από πού προέρχονται οι ήχοι που ακούω. Φωνές, αλλά από άνθρωπο ή ζώο; Ύμνος; Θρήνος; Χαρά; Και αυτή η μυρωδιά ..... με βαραίνει σαν χειμωνιάτικο παλτό που μου πάει μεγάλο. Νόμιζα πως ο θάνατος είναι παντοδύναμος. Τον θάνατο τον τρέμουμε. Αυτό ήξερα εγώ. Και εδώ τον κοροϊδεύουνε στα μούτρα. Τον λένε ευλογία. Τα παιδιά που θέλουν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη στους γονείς τους, τους φέρνουν εδώ για να πεθάνουν. Πάνω σε ένα σκαλί από τσιμέντο περιμένουν και όσο πάρει. Παντού φωτιές αναμμένες, σάρκες προσώπων αγαπημένων να φλέγονται, χωρίς να αξίζουν δάκρυ. Κάποτε έκλαιγαν μόνο οι γυναίκες, οι οποίες για να αποδείξουν την αγάπη για τους άντρες και τους γιους τους, έπεφταν στην πυρά. Όσες δίσταζαν να το κάνουν μόνες τους, τις έριχναν με τη βία. Τώρα, και μέσα στα πλαίσια της ινδουιστικής αντίληψης περί της προόδου, οι γυναίκες απλά απαγορεύεται να παρευρίσκονται στις καύσεις των δικών τους ανθρώπων. Στην προβλήτα της Μανικαρνίκα φτάνουν μόνο τυλιγμένες στα πορτοκαλιά τους σάβανα.
Ανακαλύπτω με δέος ότι ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερες αντοχές από ό,τι μπορούσα να φανταστώ. Η υγιεινή και η καθαριότητα, το σπίτι, ο ρουχισμός, το φαγητό και τα φάρμακα ποιος είπε ότι είναι ντε και καλά απαραίτητα. Νόμιζα πως η ζωή μού δείχνει το σκληρό της πρόσωπο όταν τελειώνει η μαλακτική μαλλιών και τούτοι εδώ φαίνεται να ζουν πλήρεις, ευτυχισμένοι, λες και δεν τους έχουν πει ότι δεν λες σπίτι μια κατασκευή από τα ξεραμένα κόπρανα της ιερής αγελάδας, δεν λες ποτάμι έναν όγκο νερού όπου δεν ζει ίχνος ζωντανού οργανισμού, δεν λες πόλη τα στοιχειωμένα σοκάκια, ούτε κατοικίδιο το σκυλί που μασουλάει την άκαφτη γάμπα του φτωχού σου γείτονα.
Σκέφτομαι – κακοπροαίρετα σίγουρα – πόσο βολικές είναι οι αρχές του Ινδουισμού για τη διαχείριση μερικών δισεκατομμυρίων σωμάτων και ψυχών που δεν ξέρουν τι θα πει ζεστό μπάνιο. Δεν θέλω – γιατί με παίρνει - να πειστώ ότι η ζωή είναι ένας προθάλαμος αναμονής. Ζηλεύω όμως την αφοσίωση, τη διαύγεια του τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους, την ευκολία με την οποία έρχεται η χαρά. Προσεύχομαι στον θεό Σίβα και την παρέα του, να με κάνει λίγο πιο δυνατή από τη σαπουνόφουσκα που είμαι.
Sunday, June 14, 2009
Πφφφ! Αηδίες.
Η Ευρώπη έχει και άλλα νησιά εκτός από τα Ελληνικά. Νησιά που μάλιστα έχουν το θράσος να θεωρούνται και ωραία. Καμιά σύγκριση όμως με τα δικά μας. Γιατί στα δικά μας νησιά μπορείς με ένα νέο και ωραίο σετ βυζιά να κάνεις κράτηση στον μέτρ παραλίας για ξαπλώστρα ακόμα και στην τρίτη σειρά από τα μπροστά προς τα πίσω! Γιατί στα δικά μας νησιά θα συναντήσεις Άντρες που έχουν τόσες τρίχες στο στήθος τους ώστε να μπορούν να τις ξυρίζουν. Άντρες τόσο ρομαντικούς που θεωρούν τα ζαντολάστιχα ως το τέλειο δώρο επετείου.
Στα νησιά της Ευρώπης το θερμόμετρο της διασκέδασης είναι μπλε και οι χαρτοπετσέτες δεν πέφτουνε βροχή. Ο καιρός είναι οριακά ζεστός και ο ήλιος πολύτιμος. Η φύση και η αισθητική του παρελθόντος έχουν συνάψει σχέση ερωτική. Η σιωπή δεν κρύβει αμηχανία και έλλειψη επαφής. Ο άερας σου δείχνει τον δρόμο για λογοτεχνικές αναρριχήσεις. Ο κεφτές όμως, η παληκαριά και το φιλότιμο είναι λέξεις που δεν μεταφράζονται σε καμία άλλη γλώσσα.
Νησιά Lofoten (Νορβηγία)



Νησιά Φερόες (Δανία)



Usedome (Γερμανία)



Αζόρες (Πορτογαλία)



Rugen (Γερμανία)

Thursday, June 4, 2009
Θα έμενες;
Αν δείξεις μια καμηλοπάρδαλη σε ένα πιτσιρίκι που έχει διαβάσει Τριβιζά θα την αναγνωρίσει αμέσως ως "κουκουνίτα". Η κουκουνίτα λοιπόν, είναι ζώο θηλαστικό και φυτοφάγο, κάτοικος Κεντρικής Αφρικής, με μια προσωπικότητα που δεν τη λες και σύνθετη, μιας και βοσκάει 12 ώρες την ημέρα και κοιμάται επάνω της μόλις για 20 λεπτά.
Εμένα προσωπικά οι κουκουνίτες μου θυμίζουν παιδί - γίγαντα με περιορισμένα πνευματικά χαρίσματα αλλά χρυσή καρδιά, που δεν χωράει στην καρέκλα αλλά ούτε και στην παρέα, και ο οποίος τελικά γίνεται ήρωας όταν σκοράρει με άνεση στο τελευταίο δευτερόλεπτο του τελικού μπάσκετ του σχολικού πρωταθλήματος.
Στο Ναϊρόμπι, την πρωτεύουσα της Κένυας, όπου δεν έχουν έλλειψη από κουκουνίτες, λειτουργεί το Giraffe Manor, ένα υπέροχο αρχοντικό του 1920 που φιλοξενεί στην αυλή του μια αγέλη κουκουνίτων. Το ζευγάρι που διαχειρίζεται το ξενοδοχείο αυτό, με τα 600 δολάρια που τους σκας τη βραδιά, είναι εξαιρετικά φιλικό και εξυπηρετικό και εκτελεί και χρέη οδηγού στη γύρω περιοχή. Με τα ίδια 600 δολάρια τη βραδιά οι κουκουνίτες σε καλημερίζουν με ένα γλύψιμο στη μούρη και ψάχνουν τις τσέπες σου για φιστίκια και τίποτα ψιλά.
Friday, May 29, 2009
Όλα τα είχε η Μαριωρή
Τον ελεύθερο χρόνο θα ήθελα να τον έχω στο τσεπάκι μου και να τον βγάζω όπως τα καρτούν εμφανίζουν μαύρες τρύπες όπου βουτούν και εξαφανίζονται. Θα ήθελα να φτάνει η Κυριακή κι εγώ να της κολλάω, έτσι από το πουθενά, τρεις ακόμα ημέρες σαν κατάληξη στη ρίζα μιας λέξης. Για να πω ότι είμαι κάπως ικανοποιημένη και τραβώντας το όσο εκεί που άλλο δεν πάει, θα ήθελα να έχω και μια τραπεζική κάρτα, αλλά όχι χρεωστική ούτε πιστωτική. Νομίζω μια χαριστική είναι ό,τι χρειάζομαι. Και τότε θα έκανα φυσικά ένα ταξίδι στον απόλυτο εξωτικό παράδεισο.
Οι ταξιδιωτικές ευκαιρίες για έναν μικρομεσαία οικονομικά στεκούμενο άνθρωπο είναι περιορισμένες. Η διαχείριση του χρόνου και του χρήματος πρέπει να γίνεται με αυστηρά καθορισμένα κριτήρια και οι λάθος επιλογές, μας απομακρύνουν από τα ταξίδια που θα έπρεπε πραγματικά να είχαμε κάνει. Παράδειγμα: Πέρυσι τέτοια εποχή, παν-κατ, χτυπάει το τηλέφωνο μου: - «Έλα! Τι γίνεται!? Είμαι η Τάδε!»
- (Δεν υπάρχει περίπτωση) Η τάδε?
- «Πού είχαμε γνωριστεί στο γάμο του Χ.!!?»
- (Δεν με βοηθάς)
- «Στο γάμο με τον μπουφέ!!??»
- (Στο γάμο! Με τον μπουφέ! Πες το ντε...) Ναι ναι βέβαια! Όλα καλά?
«Παντρεύτηκα», μου λέει. Εκφράζω μια αυθεντική συγκίνηση για την ευτυχία αυτής της άγνωστης. «Και θυμήθηκα ότι έχεις τρέλα με το ίντερνετ και ότι ψάχνεις γενικά για προορισμούς και ήθελα να με βοηθήσεις γιατί λέμε να κάνουμε ένα ταξιδάκι». Οποια και αν είναι, έχει πλέον την προσοχή μου. Οι ιδέες για προορισμούς σκάνε ήδη στο κεφάλι μου σαν καλαμπόκι σε καυτό λάδι. «Λέμε να πάμε τον Ιούλιο. Στη Τζαμάικα». Σιωπή. «Τι λες?! Ωραία δεν θα είναι?». Δεν θέλω να τη σοκάρω ότι η Τζαμάικα έχει τροπικό κλίμα και ότι ως εκ τούτου τον Ιούλιο θα βρέχει. Και θα φυσάει. Πολύ. Της το λέω ευγενικά. Μου απαντάει φανερώς προσβεβλημένη ότι στην Τζαμάικα έχει πάντα καλοκαίρι. Αρχίζω να φορτώνω. Δεν έχει πάντα καλοκαίρι. Κάποια στιγμή πρέπει να βρέξει ξέρεις κιόλας! Φοίνικες έχει! Με τι ποτίζονται νομίζεις? - «Στην Τζαμάικα έχει πάντα καλοκαίρι και γι’ αυτό είναι εξωτικά!». - «Το καλοκαίρι στη Τζαμάικα η ατμόσφαιρα μυρίζει κατουρημένο πριονίδι και έχει κουνούπια που είναι γνήσιοι απόγονοι του φτερωτού τυρανόσαυρου ρεξ!». Νομίζει ότι υπερβάλλω. Της λέω ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πάει στην Κεφαλλονιά.
Δεν ξέρω τι έκανε και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει. Τα εξωτικά ταξίδια, τη λάθος εποχή, από ανθρώπους που δεν ξέρουν ούτε την πρωτεύουσα της Αυστραλίας - που όχι δεν είναι το Σίδνεϊ – μου ανεβάζουν την αρτηριακή πίεση. Θεωρώ πως είναι η ίδια κατηγορία ανθρώπων που έχουν πυροτεχνήματα στο γάμο τους, που όταν πάνε σε οποιαδήποτε ελληνική παραλία μπαίνουν στη θάλασσα ίσα για να βραχούν και να συνεχίσουν ανανεωμένοι το τουρνουά ρακέτας, άνθρωποι που επιστρέφοντας από το εξωτικό νησί έχουν προσχεδιάσει φράσεις όπως : «Και εκεί που μου έκαναν μασάζ γυρνάω και τι να δώ??!! Ένας παπαγάλος έτρωγε την παπάγια μου!!».
Μπορεί να είναι από τη ζήλια μου που δεν με βλέπω να πηγαίνω ποτέ, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι τα τροπικά νησιά θέλουν και τους τροπικούς κώλους.
Friday, May 8, 2009
Δισ ουάν πλιζ

Το λιθόκτιστο Ευρωπαϊκό μυαλό μου αντιλαμβάνεται έναν τόπο που σνομπάρει την ανάγκη του ιστορικού παρελθόντος. Οι δρόμοι είναι βολικά αριθμημένοι και όχι βαφτισμένοι κατά τον τάδε ή τον δείνα στρατηγό μιας κάποιας μεραρχίας. Οι - κατά μια σχετική έννοια - ντόπιοι δεν έχουν κοινούς πατέρες και δεν κουβαλάνε κανένα συμπλεγματικό βάρος για πολιτισμικές συνέχειες, γλωσσικές ακραίφνιες και εθνικά κολοκύθια με τη ρίγανη. Η μόλις προχθεσινή ιστορία λειτουργεί καθέτως, ξεκινάει από τις κοιλιές των υπερπληθυσμένων ατμόπλοιων, για να περάσει μέσα από το κόσκινο των λαών στο νησάκι ιδιοκτησίας κυρίου Σάμουελ Έλλις, και να καταλήξει στοιβαγμένη σε πολυκατοικίες όπως αυτή στον αριθμό 97 της οδού Orchard.
Αναγνωρίζω εικόνες και νιώθω μια εξοικείωση σαν άνθρωπος που μόλις βγήκε από την κλινική μετά από πολλά χρόνια σε κωματώδη κατάσταση. Η κύρια αίσθηση είναι ότι με ρούφηξαν στα πλάνα τους όλες μαζί οι ταινίες που έχω δει με φόντο ή πρωταγωνίστρια αυτή την πόλη. Κάπου στην άνω δυτική μπάντα ανησυχώ για το παιδικό βιβλιοπωλείο που διατηρώ και το οποίο τα βγάζει δύσκολα πέρα με τον ανταγωνισμό. Τα ξεχνάω όμως όλα στην ιδέα ότι μπορεί και να έχω μήνυμα στον υπολογιστή μου.
Μπαίνω να ξαποστάσω σε γαλλότροπα καφέ. Ο κατάλογος δεν χωράει φυσικά τα 210 διαθέσιμα είδη κέικ. Θα πρέπει να πλησιάσω τη βιτρίνα, να τα εξετάσω και να πω δισ ουάν πλιζ. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει μάθει να διαλέγει σε λίγα μόνο λεπτά. Ο σωστός Νεοϋορκέζος έχει στηρίξει όλη του την υπόσταση στο να ξέρει τι θέλει όταν του προσφέρονται 210 διαφορετικές εκδοχές του ίδιου πράγματος. Παίρνω ένα τσάι.
Ο ενθουσιασμός μου θυμίζει αναβάτη ρόλερ κόστερ σε ανάποδο λουπ. Πιάνω τον εαυτό μου να αναφωνεί εκστασιασμένος «αχ, κοίτα ένας ποδηλάτης!», «ένα σχολείο πάει εκδρομή!», «ένας σκύλος! Δες τον πώς κατουράει!». Ότι σου μεταδίδει αυτή η πόλη είναι η χαρά της καθημερινής ζωής μέσα από την οδύσσεια αναζήτηση ενός προσωπικού στυλ. Πάντα πίστευα πως θα ερχόμουν εδώ και θα ένιωθα την άνεση και τη θαλπωρή που έχω όταν μπαίνω στο σπίτι και βάζω τις παντόφλες μου, ωστόσο μάλλον έμεινα με τα παπούτσια. Κοιτάζω ξανά και ξανά στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που τράβηξα και μου έρχεται να αλλάξω ντεσκτοπ.
Διαλέγω τη μορφή του πύργου πάνω από τις στέγες του Παρισιού.
Tuesday, April 14, 2009

Friday, April 10, 2009
Και του χρόνου μακρύτερα
Έχω υπάρξει φαν της Μ. Πέμπτης.
Για χρόνια κατέθετα τη συγκεκριμένη ημέρα προσαυξημένη και έντοκη κατάνυξη στον ανοιχτό λογαριασμό μου με τα θεία.
Έχω πιάσει τον εαυτό μου ακόμα και να δακρύζει στη θέα του συμβόλου της χριστιανοσύνης και στο άκουσμα του σήμερον κρεμάται επί ξύλου.
Δόξα τω Θεώ τον Μεγαλοδύναμο, δεν πέρασε πολύς καιρός πριν να ανακάμψω και πλέον η Μ. Πέμπτη είναι ημέρα βαθέος προβληματισμού για το αν το παντελόνι που θα βάλω στη βαλίτσα θα είναι υφασμάτινο ή τζιν. Το δράμα του θεανθρώπου που θέλησε να πεθάνει για την πάρτι μας με αφήνει πραγματικά αδιάφορη, μιας και ουδείς άνθρωπος δεν του το ζήτησε να το κάνει, άσε που πέθανε δεν πέθανε καμία διαφορά δεν έκανε ποτέ στη ζωή κανενός, ενώ ξέρω ουκ ολίγους ανθρώπους ο πόνος των οποίων και τα βάσανά τους κάνουν τα βάσανα του Χριστού να μοιάζουν με παιδική εκπομπή στην πρωινή ζώνη του Σαββάτου.
Κατανοώ την ανάγκη των ανθρώπων γύρω μου για νηστεία του κρέατος και καταβρόχθιση κολοκυθοκεφτέδων, αστακομακαρονάδας ή μπέργκερ πολτοποιημένης γαρίδας με ένα ελαφρύ ντρέσινγκ από χυμό καβουριού καθώς και το πέρασμα από την εκκλησία μετά από τα ψώνια και πριν το σινεμά, τον περίπατο της περιφοράς του επιταφίου ως ευκαιρία να διαπιστωθεί ποια παντρεύτηκε, ποια πάχυνε και ποια γκαστρώθηκε μέσα στον τελευταίο χρόνο, και τη συμμετοχή στο πάρτι του Μεγάλου Σαββάτου σαν μια καλή ευκαιρία να φορέσουμε με καλσόν το νέο καλοκαιρινό πέδιλο που αγοράσαμε για τη σειρά από γάμους που μας περιμένουν αμέσως μετά.
Το δυστύχημά μας δεν είναι ότι δεν είμαστε καλοί χριστιανοί. Το δυστύχημά μας είναι ότι έχουμε την εντύπωση, και την ελπίδα ακόμα ίσως, πώς ακολουθώντας κουτσά στραβά ένα προσαρμοσμένο στα μέτρα μας θρησκευτικό πρωτόκολλο εξαγνιζόμαστε, ελαφραίνουμε και οδεύουμε ωσάν πολύχρωμος χαρταετός προς τον ουράνιο πατέρα, ερχόμαστε έστω και πάνω από την καλοψημένη πέτσα του αρνιού, σε επικοινωνία με έναν πνευματικά ανώτερο κόσμο.
Το Πάσχα είχε νόημα μόνο όταν ήμασταν παιδιά. Τότε που πηγαίναμε σε παραπάνω από έναν επιταφίους. Σε επιταφίους που είχαμε δει να τους στολίζουν οι μανάδες και οι θείες μας. Τότε που η νηστεία ήταν τσάι και φρυγανιά, άντε και καμιά τηγανητή πατάτα. Η λαμπάδα που κρατούσαμε και τα καινούργια μας παπούτσια μας έκαναν να ψηλώνουμε 10 πόντους. Τότε που το να κάτσουμε ξύπνιοι ως τα μεσάνυχτα ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση. Τότε που δεν ήταν ντροπή να φοβόμαστε τις στρακαστρούκες και τα βαρελότα. Τότε που υπήρχαν δύο κανάλια που παίζανε μόνο τα πάθη του Χριστού.
Και φέτος θα ταξιδέψω. Οι ημέρες ετούτες είναι για μένα γιορτινές επειδή θα κάνω ένα ταξίδι που χρόνια ονειρευόμουνα. Το Πάσχα μου δημιουργεί περισσότερες απορίες από όσες θα έπρεπε να μου λύνει. Και όπως και με τα αρκουδάκια του Αγίου Βαλεντίνου αδυνατώ να καταλάβω τι σχέση έχουν οι κότες με τα κουνέλια. Όχι μεταξύ τους. Με το Πάσχα.
Friday, March 6, 2009
S for Small, L for Luxembourg

The boredom one feels being in Luxembourg is proportionally opposite to its size. It makes you want to turn against yourself. It makes you want to take a Japanese knife and start peeling your skin out like a sock starting from the scalp and going all the way down to the toes.
To anticipate your thought “oh she is so exaggerating!” I am telling you this: one of the landmarks of the city as well as of the country of Luxembourg is the Red Bridge. A well constructed architectural piece, of a respectable size which is visible from many parts of the city. You would expect that people are fishing from that bridge but no water passes underneath. You would expect that blond families stroll on the bridge, taking a glimpse of the view all around - which is quiet worthy - but no. The Red Bridge is the suicide hot spot of the country - if not of Europe. They are actually throwing themselves into the void, and who can blame them for that? Signs on the roads are warning the drivers beneath of falling objects!
Their flag is the flag of France but in the landscape orientation.
Their official languages are: French, German and Luxembourgish. The latter is nothing more than German with a little bit of French.
Their architecture has the cuteness of Belgium (c.f. Bruges) but without the laces, and without Tin-Tin.
Their history is a four pages leaflet taught in 1st and 2nd degree education in all three official languages.
Luxemburg lived its greatest moments in the years 1961, 1965, 1972, 1973 and 1983 when they won the Eurovision contest.
Out of the five winning artists four of them were French and one was Greek.
I’m suspicious towards this landlocked tiny country with the highest GPD per capita in the world. I would certainly like to be one of those rich capita …… but….. places are like people. Either you match with them or you don’t. There are those who are undeniably fascinating, nice in every aspect, stimulating people or places that make you want to be larger, higher, broader and bolder. There are those whose properties cannot be seen at first sight. You get to know them better and scratch under the surface in order to reveal and bring into light something that is really remarkable and worthy to keep, providing you with a secret smile of relief and joy. And of course there is the example of Luxembourg, a spoiled brainless beauty who has gained everything from a long forgotten heir, an odorless creature wondering what to do with its time and money.
I am in search of people and places that we will get me out of my limited personal territory. People and places that will challenge and intrigue my smallness. That will make me move from the XS I am to S, M and why not even L. Luxembourg is not one of these places, and as for Eurovision I am voting for Malta.
Friday, February 13, 2009
Who's your patron?

Mr. Santa Valentine is a fraud. He is even worse that Santa Claus. If you can believe that. First of all he was not one and only saint person. History wants it there to have been a number of Valentines, saints, semi-saints, wanna be saints, decadent saints, all from different parts of the globe and of the time. And the story gets even worse if you take into account that there is not one single written proof, not even a legend, none, zero, nada, niente supporting his employment as saint patron of love.
February 14th, the day consecrated to the enormous event of falling in love with another human being (or in the most cases falling in love with love and all its garnishes and decorations) has an architect. It is Geoffrey Chaucer the father of English literature, and as such a man of a great imagination. Our old friend Geoffrey chose Saint Valentine to protect the marriage of Richard II and Anne of Bohemia in a poem of his. Guess what! This imaginary wedding took place on February 14th! Valentine the saint patron of love? BUSTED!
Unlike lovers who are left to march into the unknown armed with ….. nothing, travellers can address all their requests and prayers to an original saint and protector: Saint Christopher. A third century backpacker, who wandered the world in search of novelty and adventure. In one of his trips he carried a small child across a stream. The weight of the child was enormous, and it turned out that it was Christ who was so heavy because he bore the weight of the world on himself. How cool is that?!
I am turning to the sympathetic ear of Saint Christopher and whisper: "Dear Saint, get me cheap tickets to Kathmandu. I have a budget of 1000 € and everything I find is far beyond that". "Dear Saint Christopher I am flying in a week’s time. Please protect both engines of the plane, keep turbulences at the minimum required level and please please please prevent any lunch with fish and Brussels sprouts.”
I am inviting all the travellers of the world to honour their saint patron on the 9th of May. Let’s economize the money we have put aside for Valentine's day. Lingerie won't take us further than a smelly exchange of liquids. Let's look the ones we love straight in the eyes and say: "I want to travel with you. I want to buy tickets with you, make a suitcase with you, catch a train with you, miss a train with you, buy souvenir pencils with you at a price that will make us suspicious that someone tricked us with the currency exchange rate".
I will keep a faith in Saint Christopher and turn a scorning smile at Saint Valentine.
I choose the love that goes beyond the four walls of a bedroom.
Saint Valentine versus Saint Christopher: 0-1.
Friday, January 30, 2009
Travelling light

Cause this is the city of red bricks, humid walls, a sky covering only the pallets of grey and black, a city with a hardcore industrial philosophy and life style, a not an unjustified fame for criminality, and an annual average of rainy days which can outdo the competition. Its population is divided in two and a civil war is long standing and ravaging the area. Cause Manchester City and Manchester United are the absolute rulers and governors!
I am secretly proud to have been a Mancunian for a while in my life. In Manchester every time you get off a bus, the common practice is to turn your eyes to the driver, smile and say the wonderful: ”Cheers mate!”. This greeting is pronounced with a little bit of provincial accent, and a special emphasis on “Ch” and “ma”. I had the chance of saluting the bus drivers some hundreds of times, getting off and on Oxford Road, the ultimate passerelle for the 80,000 students studying in the four universities that hold an enviable position among their European counterparts.
The truth is that there I wasn’t quite a model of a student. I hardly remember what I learnt - if I learnt anything at all. When it is the good mother European Union that pays, studies are not much of a pressure. What I certainly remember though, is my final paper bearing the pompous title “Study of the Translation of the Bible through the centuries”. And I presented a quite memorable spectacle as for about two months I was carrying with me at least two bibles and other religious paraphernalia, in all the bars and clubs and those accessories of mine certainly did not match with the drank or behaving-like-a-drank self I was at the time.
Manchester is the city that opened the door to capitalism and Industrial Revolution. This is probably the reason why until today it incorporates the very best and the very worst taken to terrifying extremes. Its night-life is the worthy child of Manchester’s scene of the 1980’s, this landmark in the history of music, with the necessary accompaniment of enormous quantities of alcohol and equal quantities of drags, while its two football teams carry their supporters to an ecstasy, comparable only to the diabolic possession of men and women found in the ancient tribes of Mali and Timbuktu.
In my story, Manchester is one of the most carefree periods of my life, though in the general happiness scale I am now higher than I was back then. My own Manchester makes me think that the road to personal completion is a series of good timings. There is only one good time for terrible hangovers and around the clock folly, only one good time for light spirited flirting and rave dancing, only one good time for future investing hard work. And once this good time is over, we are only left with our unaccomplished desires. And any unaccomplished desire is very heavy to carry in our luggage, cause after all one of the things that define good travelling is to travel light.
Tuesday, January 13, 2009
Wondering and wandering in Paris
Thursday, December 25, 2008
Ho!Ho!Ho!
